- νεφρίτης
- Ορυκτό μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου και του ασβεστίου, που πολλές φορές αντικαθίσταται κατά ένα μέρος από σίδηρο. Ανήκει στην ομάδα του ακτινολίθου (αμφίβολοι)· το χρώμα του είναι πρασινωπό έως λευκό, οι κρύσταλλοι του ανήκουν στο μονοκλινές σύστημα και συναντιέται με τη μορφή συσσωματωμάτων και ως πέτρωμα μαζί με σερπεντίνη.
Άγαλμα των Μάγια από νεφρίτη, που παριστάνει γυναίκα να χορεύει.
Άγαλμα των Μάγια από νεφρίτη, που παριστάνει γυναίκα να χορεύει.
Ένα αντρόγυνο από χρωματισμένο νεφρίτη, δείγμα της τέχνης των ακτών του Ειρηνικού, που βρέθηκε στην πολιτεία Ναγιαρίτ.
* * *ο (Α νεφρίτης)νεοελλ.(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που είναι ένας από τους δύο τύπους τού ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι τής προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την κατασκευή κοσμημάτωναρχ.ο σπόνδυλος που βρίσκεται κοντά στους νεφρούς, ο πρώτος σπόνδυλος τού κόκκυγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθ. -ίτης (πρβλ. ωμ-ίτης). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephrite, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
Dictionary of Greek. 2013.